-
1 αναγκής
-
2 ἀναγκῆς
-
3 ανάγκης
-
4 ἀνάγκης
-
5 ἀνάγκης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνάγκης
-
6 κατάσταση εκτάκτου ανάγκης
вонредна cитуациjаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατάσταση εκτάκτου ανάγκης
-
7 ανάγκη
η1) нужда, необходимость, настоятельная потребность;πράγματα ( — или είδη) πρώτης ανάγκης — предметы первой необходимости;
είναι (απόλυτη) ανάγκη να... — очень нужно, (крайне) необходимо (сделать что-л.);
έχω ανάγκη από κάτι — нуждаться в чём-л.;
έχω ανάγκη από ξεκούραση — мне необходим отдых;
έχω ανάγκη θεραπείας — нуждаться в лечении;
έχω την ανάγκη κάποιου — а) нуждаться в ком-л.; — б) зависеть от кого-л.;
δεν σ· έχω ανάγκη — или δεν έχω την ανάγκη σου — а) ты мне не нужен, я в тебе не нуждаюсь; — б) я от тебя не завишу;
δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη — нет никакой необходимости;
σε ώρα ανάγκη(ς) — в момент необходимости;
από ανάγκη — или εξ ανάγκης — или (κατ·) ανάγκη — по необходимости, в силу необходимости;
είναι εθνική ανάγκη... — национальные интересы требуют...;
σε περίπτωση (εσχάτης) ανάγκης — или εν (εσχάτη) ανάγκη — в крайнем случае, в случае (крайней) необходимости;
2) недостаток, нужда, бедность;έχω ανάγκη — нуждаться;
είναι άνθρωπος της ανάγκης — он беден, он нуждается;
3) естественная надобность; нужда (прост.);κάνω την ανάγκη μου — отправлять естественную надобность;
§ κατάσταση εκτάκτου ανάγκης — чрезвычайное положение;
την ανάγκη φιλοτιμία ν ποιούμαι — делать хорошую мину при плохой игре
-
8 ἀνάγκη
ἀνάγκη, ἡ (mit ἄγκος, Enge, schwerlich mit ἀνάγω zusammenhängend), 1) Zwang, Beschränkung des Willens, a) durch äußere Gewalt, wie du Reh Schicksalsbestimmung, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il. 6, 458, ein mächtiger Zwang; bes. häufig ἀνάγκῃ, aus Zwang, gezwungen, z. B. φεύγειν, 11, 150; ἀμύνεσϑαι, 12, 178; ἂψ ἴμεν, 15, 133; ἀείδειν, Od. 1, 154; ἄγειν, gewaltsamer Weise, Il. 9, 429; ἴσχειν, Od. 4, 557 u. sonst; εἰς δαιμόνων ἀνάγκην ἀφιγμένος, durch den Ausspruch der Götter, neben ϑεσφάτων ἐλεύϑεροι, Eur. Phoen. 1014; εἰς ἀνάγκας ἀλγεινοτάτας ἐμπεσόντες Xen. Mem. 3, 12, 2; oft bei Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 108 Pers. 579; oft auch Leiden, Mühsal, Noth, ὑπ' ἀνάγκας βοᾶν, vor Schmerz schreien, Soph. Phil. 213; φϑογγὰ τοῦ στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, Einer, der mühselig einherschreitet, in der Noth des Weges, 206, vgl. Κενταύρου δολοποιός Trach. 829. – b) Zwangsmittel, Gefängniß, Ketten u. Banden, Her. 1, 116; Diod. 3, 14 ἀνάγκας ἐπιφέρειν, anwenden; auch sing., ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας Eur. Bacch. 544; ἀνάγκην ἐπιτιϑέναι Xen. Lac. 10, 7; προςτιϑέναι Hier. 9, 4; τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα, Folterwer Kzeuge, Pol. 15, 20; vgl. die Parodie πουλύπους ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch. com. Ath. II, 64 (v. 9). – c) physische Nothwendigkeit, Naturgesetz, Verhängniß, ἀνάγκῃ οὐδὲ ϑεοὶ μάχονται Simon. bei Plat. Prot. 345 d; auch ἔγγραφοι ἀνάγκαι, geschriebene Gesetze, Plut. Lyc. 13; ϑεῖαι ἀνάγκαι Plat. Legg. VII, 818 b; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 11. 15. – d) moralische Nothwendigkeit, zwingende Beweise, ῥητόρων ἀνάγκας διδάσκειν Anacr. 50, 2. – 2) Blutsverwandtschaft, Xen. Conv. 8, 13; Isocr. 1, 10. – Als adv. Vbdgn sind außer ἀνἀγκῃ, welches auch in Prosa sehr geläufig ist, zu merken: ὑπ' ἀνάγκης, Od. 19, 156; σὺν ἀνάγκῃ, Pind. P. 1, 51; δι' ἀνάγκης, Plat. Tim. 47 e; ἐξ ἀνάγκης, Phaedr. 246 a; vgl. τὰ ἐξ ἀνάγκης παϑήματα, = ἀναγκαῖα, Tim. 89 b; Soph. Phil. 73; κατ' ἀνάγκην, sowohl activ., zwingend, Pol. 1, 37, als passiv., gezwungen, 3, 67, 5; πρὸς ἀνάγκην, Luc. Abdic. 26 u. öfter, bes. bei Sp. – Ebenso ἀνάγκη ἐστί, mit darauf folgendem inf., wie ἀναγκαῖόν ἐστι, man muß, Xen. Cyr. 1, 4, 12; u. ohne ἐστί, πᾶσα ἀνάγκη, oft bei Plat., z. B. Tim. 69 d; Dem. Lept. 28 πολλή γ' ἀνάγκη, auch oft bei Plat., in Zugeständnissen, es ist ja wohl nöthig, ich muß ja wohl; ἀνάγκη πολλή u. πολλή 'στι ἀνάγκη, in Behauptungen u. Bekräftigungen.
-
9 ἀνάγκη
A force, constraint, necessity,κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀ. Il.6.458
; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει ib.85;ἀναγκαίῃ πολεμίζειν 4.300
;τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; 5.633
; οἷσιν ἀ. (sc. φυλάσσειν) 10.418, al.: but in Hom. usu. in dat. as Adv., ἀνάγκῃ perforce, of necessity,ἀείδειν Od.1.154
;φεύγειν Il.11.150
: in act. sense, forcibly, by force, ἴσχειν, ἄγειν, Od.4.557, 22.353;μνήσασθαι 7.217
: strengthd. by καί, 10.434;ὑπ' ἀνάγκης 19.156
; opp. ἑκόντες, Pl.Phdr. 231a;ὑπ' ἀναγκαίης Hdt.7.172
, al.;ἐξ ἀνάγκης S.Ph.73
, Th.3.40, etc.;δι' ἀνάγκης Pl.Ti. 47e
;σὺν ἀνάγκᾳ Pi.P.1.51
;πρὸς ἀνάγκαν A.Pers. 569
codd. (lyr.), cf. Epict.Ench.29.2;κατ' ἀνάγκην X.Cyr.4.3.7
: ἀνάγκη ἐστί, c. inf., it must be that.., is necessary that.., cf. Il. supr. cit.;πᾶσα ἀ. ἐστὶ ὗσαι Hdt.2.22
; τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀ., τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀ. ib.35: c. dat. pers.,ἀ. μοι σχεθεῖν A.Pr.16
, cf. Pers. 293:—in Trag. freq. in answers and arguments, πολλή γ' ἀνάγκη, πολλή' στ' ἀνάγκη, or πολλή μ' ἀνάγκη, with which an inf. may always be supplied, E.Med. 1013, Hec. 396, S.Tr. 295; soπᾶσ' ἀνάγκη El. 1497
, cf. Pl.R. 441d; ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] ib. 485e, Is.3.6, D.28.9;ἐν ἀνάγκῃ ἐστί Lys.6.8
: later ἀνάγκην ἔχω, c. inf., Ev.Luc. 14.18.2 necessity in the philosophical sense, Arist.APo. 94b37, Metaph. 1026b28, Ph. 199b34; logical necessity, Metaph. 1064b33: in pl., laws of nature,τίσιν ἀνάγκαις ἕκαστα γίγνεται τῶν οὐρανίων X. Mem.1.1.11
, cf. Hp.Aër.21.b natural need,γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag. 726
, cf. Ar.Nu. 1075, X.Cyn.7.1;ὑπ' ἀ. τῆς ἐμφύτου Pl.R. 458d
; ἐρωτικαῖς ἀ. ib., etc.d ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, fate, destiny, E.Ph. 1000, 1763: freq. personified in Poets, Parm.8.30, Emp.116, A.Pr. 105, S.Fr. 256;Ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon.5.21
.b violence, punishment, esp. of torture, mostly pl.,ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Hdt.1.116
, cf. Antipho 6.25, Herod.5.5;προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Th.1.99
; τὰ πρὸς ἀνάγκας ὄργανα instruments of torture, Plb.15.28.2: later in sg.,ἡ ἀ. τῶν βασάνων Plu.2.305e
; under torture,Id.
Publ.17: metaph., Hp. de Arte13; δολοποιὸς ἀ., i. e. the stratagem of Nessus, S.Tr. 832;βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch.1.9
.c duress, 'force majeure',ὅρκους οὓς ποιέονται ἐν ἀνάγκῃ ὄντες Democr.239
; stress of circumstances,ἀκούσιοι ἀ. Th.3.82
.4 bodily pain, anguish, painfully,S.
Ph. 206 (lyr.); ὑπ' ἀνάγκης βοᾶν ib. 215;ὠδίνων ἀνάγκαι E.Ba.89
(lyr.): generally, distress,ἐν ἀνάγκαις γλυκὺ γίνεται καὶ τὸ σκληρόν Simon.226
; freq. in LXX, Jb.15.24, al.;ἡ ἐνεστῶσα ἀ. 1 Ep.Cor.7.26
: esp. in pl., IG12 (7).386.23 (Amorgos, iii B. C.), D.S.4.43, 2 Ep.Cor.6.4, etc.II tie of blood, kindred, Lys.32.5.III = ἡ δικαστικὴ κλεψύδρα, Hsch. -
10 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос
-
11 ἐκ
ἐκ, vor Vocalen ἐξ, doch zuweilen auch vor Consonanten, bes. σ in Inscr., wo vor β, δ, λ u. μ auch ἐγ geschrieben ist. Praeposit. c. genit. Im Allgemeinen das Ausgehen aus Etwas heraus bezeichnend: – 1) vom Orte, aus, von Etwas her, – a) zunächst bei Verbis der Bewegung, den Ausgangspunkt bezeichnend; ἐκ Πύλου ἐλϑὼν τηλόϑεν ἐξ ἀπίης γαίης Il. 1, 269, u. so bei allen Folgenden; ἐξ οἴκων μολεῖν Soph. Phil. 60; ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat. Prot. 321 c; ἐκ τοῦ πεδίου ἀνέβησαν ἐπὶ γήλοφον Xen. An. 3, 4, 25; ἐκ νηῶν, ἐκ πόντοιο, von den Schiffen aus, Il. 8, 213 Od. 19, 375; auch übertr., μεταστρέψαι ἦτορ ἐκ χόλου, vom Zorn abwenden, Il. 10, 107. Auch hier stehen die Menschen oft für das Land, ἐκ τῶν πολεμίων ἐλϑεῖν Xen. Cyr. 6, 2, 9, vgl. An. 1, 7, 13; ἃ ἐκ τῶν Ταόχων ἔλαβον 4, 7, 17; ἐξ ἐμοῦ, aus meinem Hause, Ar. Par 1195; ἐκ τῶν γειτόνων, aus der Nachbarschaft, Lycurg. 21; Ar. Plut. 431. An σώζειν ἐκ τῆςδε γῆς, Soph. Phil. 524, schließt sich ἐκ πολλῶν ἔσωσας, El. 1348; ἐκ κακῶν πεφευγέναι, Ant. 833; παῦσον ἐκ κακῶν ἐμέ El. 975; κολώνης ἐξ ἄκρας νεόῤῥυτοι πηγαί 882; ἐκ φοινίας πληγῆς αἱμα Ai. 901; vgl. ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἔνεγκον O. C. 470; δύςνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν Tr. 680; ἀμφίκλυστος ἐκ πόντου πέτρα Phil. 777, aus dem Meere hervorragend; ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσϑαι Plat. com. Poll. 6, 103; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν, aus goldenen Schalen, Xen. Cyr. 5, 3, 3; ἐξ ὕπνου ἐγείρειν Il. 5, 413. – b) Eine eigenthümliche Kürze liegt in Ausdrücken wie ὁ ἐκ Βυζαντίου ἁρμοστὴς μέλλει ἥξειν Xen. An. 6, 2, 17, wie auch wir »der Harmost aus Byzanz wird kommen« sagen; ἁρπάζειν τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, das, was im Hause ist, aus demselben rauben, plündern, Cyr. 7, 2, 5; τοὺς ἐκ τῶν πόλεων λαβεῖν An. 1, 2, 3; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἔϑεον u. ä.; einfacher ist τὰ ἐκ τοῦ ἀγροῦ ὡραῖα 5, 3, 9; ἅπαντα τἀκ τῆς οἰκίας ἀπώλεσεν Philem. Stob. fl. 105, 50; οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ, die Räuber auf den Inseln wurden von diesem verjagt, Thuc. 1, 8, vgl. 1, 105. 2, 5. 13. – Mit δέχου δὲ χειρὸς ἐξ ἐμῆς βέλη Soph. Phil. 1271 u. μεϑιέναι O. C. 910 ist zu vgl. οἱ ἐκ χειρὸς βάλλοντες, das sind ἀκοντισταί, Xen. An. 3, 3, 15; ἐκ χειρὸς χρῆσϑαι Cyr. 1, 2, 9, u. oft μάχεσϑαι u. ä. – c) Sehr häufig sind bes. bei den Geschichtschreibern die Bezeichnungen ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς u. ä., von der rechten Seite, die oft auch mit Verdis der Ruhe verbunden sind: ἐκ τοῦ ἔμπροσϑεν στῆναι Xen. Cyr. 2, 2, 6; οἱ ἐξ ἐναντίας 7, 1, 20; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ ϑάτερα Plat. Prot. 314 e; τόπος ἀπότομος ἐκ ϑαλάττης, von der Meeresseite, Crit. 118 a; ἐκ μὲν ϑαλάττης τὴν Εὕβοιαν προβαλέσϑαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς, ἐκ δὲ μεσογαίας τὴν Βοιωτίαν Dem. 18, 301. Vgl. πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ ϑαλάσσης, πολλὰ ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται ϑνητοῖς Aesch. Pers. 694; τοὺς ἱππέας ἐκ πλαγίου τάττειν τῶν Ἀϑηναίων, den Athenern in die Flanken stellen, Thuc. 7, 6; daher οἱ ἐκ τοῦ πλαγίου, die in der Flanke stehenden, Xen. Cyr. 7, 1, 20; – ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδεῖν, in der Nähe, Il. 24, 352; ἐκ πολλοῦ, πλείονος u. ä. φεύγειν, ἐκ τοσούτου διώκειν, von weitem, aus so weiter Entfernung, Thuc. 4, 129 Xen. An. 1, 10, 11 u. öfter; Hell. 4, 4, 10 An. 2, 21, 8; ἐκ τόξου ῥύματος καταλαβεῖν, von Bogenschußweite aus, An. 3, 3, 15; ἐξ ἀκοντίου βολῆς ᾕρουν Xen. Hell. 4, 5, 15; ἐξ ὄψεως μήκους Cyr. 4, 3, 16; ἐκ πολλοῠ προορᾶν 5, 4, 49; Sp., wie ἐξ εἴκοσι βημάτων, auf zwanzig Schritt, Plut. Demetr. 21. – d) die Bdtg außerhalb ist in ἐκ καπνοῠ κατέϑηκα Od. 19, 7 nur scheinbar, u. eine Kürze des Ausdruckes, aus dem Rauch wegtragen u. niederlegen; οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, sc. φεύγω, Od. 15, 222; von Streitern, ἄστεος ἐκ σφετέρου, fern von, Il. 18, 210; vgl. Her. 2, 142; ἐκ μέσου καϑῆσϑαι, sich aus der Mitte wegsetzen, 3, 83, wie ἐκ μέσου γίγνεσϑαι, Aesch. ep. 12, sich zurückziehen; bei Paus. 3, 14, 9 ist ἐκ τῆς πόλεως in ἐκτός von Sylburg geändert. – e) An kann es übersetzt werden in ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, er hing die Leier an den Pflock, nämlich so, daß sie von diesem herabhing, Od. 8, 67; ἀνάπτεσϑαι ἔκ τινος, an Etwas anknüpfen, so daß das Band davon auszugehen scheint, 12, 51; ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας Il. 5, 322; μαχαίρας εἶχον ἐκ τελαμώνων 18, 598; τῆς δ' (ἀσπίδος) ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν, an demselben, 11, 38; προςφυὲς ἔκ τινος, daran sitzend, Od. 19, 58. Man vgl. ἐκ τῶν ζωστήρων φορεῖν φιάλας Her. 4, 40, am Gürtel hangend, wie 9, 74; τὰ δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων Xen. An. 1, 8, 10. So auch ἐκ χειρὸς λαμβάνεσϑαι u. ä., ἐκ σκήπτρου ὁδοιπορεῖν, an einem Stabe, Soph. O. C. 848; vgl. τοῖς τυφλοῖσι κέλευϑος ἐκ προηγητοῠ πέλει, die Blinden wandern an der Hand des Führers, Ant. 989; – die Uebersetzung auf in Verbindungen wie ἕλκεν νευρὴν – αὐτόϑεν ἐκ δίφροιο καϑήμενος, ἧκε δ' ὀϊστόν Od. 21, 420 ist nicht genau, es ist auch hier = von dem Sitze aus, dasitzend, wie auch bei Soph. Ant. 407 καϑἠμεϑ' ἄκρων ἐκ πάγων an das Hinabschauen vom Berge zu denken, wie Il. 14, 154 Ἥρη εἰςεῖδε –. στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο u. Thuc. 3, 22 ᾔσϑοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων, die auf den Thürmen Befindlichen bemerkten es von da aus, vgl. b). – Das Ausgehen von Etwas ist auch ein Absondern, Trennen von, aus, ἐκ δεσμῶν λυϑείς Aesch. Prom. 507. 874; so bes. ἐκ πάντων, aus Allen heraus, vor Allen, Il. 4, 96, wie ἐκ μὲν ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν 18, 432; τὰν ἐκ πασᾶν τιμᾷς ὑπερταταν πόλεων Soph. Ant. 1124; ἐκ δὲ τῶν μάλιστ' ἐγώ O. C. 746, wie ἐκ πάντων μάλιστα Thuc. 2, 49 u. sonst; fast die Stelle des genit. partitivus vertretend, ἐκ πολέων πίσυρες, vier aus, von vielen, Il. 15, 680; ὅν ποτ' ἐκ πολλῶν ἐγὼ μόνον προςεῦρον πιστόν Soph. El. 1343; vgl. O. C. 70 Ant. 652 Tr. 731; μοῠνος ἐξ ἁπάντων Her. 5, 87; οὗτοι ἐσώϑησαν ἐκ τῶν ἀμφὶ τοὺς μυρίους Xen. An. 5, 3, 3; ἐκ πάντων προτιμᾶσϑαι Thuc. 1, 120; ἐκ πάντων τιμᾶν, vor Allen ehren, Her. 1, 134. – 2) In mannichfaltigen Verbindungen bezeichnet es den Ursprung, wobei immer an einen stetigen Zusammenhang des Abgeleiteten u. des Ursprünglichen zu denken ist: – a) den leiblichen Ursprung, sowohl den Vater als die Mutter bezeichnend; bei Hom. gew. ἔκ τινος εἶναι u. γενέσϑαι, vollständiger ἐξ ἐμοῠ γένος ἐσσί, du stammst von mir dem Geschlechte nach, Il. 5, 896; ὦ παῖ, πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέος Soph. Phil. 260; ἐκ κείνου γεγώς Ai. 467; ἐξ ἧς ἔφυ γυναικός O. R. 458; Ai. 1268; μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου βλάστημα Aesch. Spt. 514; σέϑεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν Spt. 118; Plat. αὐτοί τε ἀγαϑοὶ καὶ ἐξ ἀγαϑῶν Phaedr. 246 a; αὐτὴ ϑνητὴ ἐκ ϑνητῶν Legg. X, 889 d; ἐκ γενναίων γαμεῖν Eur. Andr. 1280. – b) vom Vaterlande, ξένος μέν εἰμι Δαυλιεὺς ἐκ Φωκέων Aesch. Ch. 663; ὁ ἐξ Αἰτωλίας, = Αἰτωλός, Soph. El. 694; οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, die Perser, Isocr. 4, 82. Hieran reihen sich bes. bei Späteren Umschreibungen, οἱ ἐκ Μακεδονίας βασιλεῖς, die macedonischen Könige, Pol. 2, 40, 5; οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου, die Senatoren 3, 97, 1; οἱ ἐκ τῆς πόλεως, die Bürger, 4, 71, 11. Geläufig war οἱ ἐξ Ἀρείου πάγου, Oratt. Man vgl. οἱ ἐκ τῆς διατριβῆς ταύτης Aesch. 1, 54; οἱ ἐκ τοῠ περιπάτου, die Peripatetiker, Luc. Hermot. 11; u. was sich weiter davon entfernt, ϑάπτειν τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, die in den Kriegen Gefallenen, Thuc. 2, 34 (vgl. ἀνελόμενος τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Plat. apol. 32 b); οἱ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων, die Dürftigeren, 2, 89; οἱ ἐκ διπλασίων κτημάτων Plat. Legg. V, 743 b. – c) seltener zeigt es den Stoff an; ἐκ ξύλων ποιεῦντες τὰ πλοῖα Her. 1, 194; 3, 24; ἐκ πέτρας εἰργασμένος Aesch. Prom. 242; πίνοντας ἐκ κριϑῶν μέϑυ Suppl. 931; τὸ ἄγκιστρον εἶναι ἐξ ἀδάμαντος Plat. Rep. X, 616 c; στράτευμα ἐξ ἐραστῶν, aus Liebhabern bestehend, Xen. Conv. 8, 32. Man vgl. noch ἐκ ποταμοῦ νίζεσϑαι Od. 6, 224;. ἐκ χρημάτων τριήρεις παρασκευάζεσϑαι Plut. Them. 4; ἐκ τῶν ἰδίων (χρημάτων), aus eigenen Mitteln, Dem. 19, 229; ἐκ τῶν κοινῶν ταῖς ἰδίαις ἀπορίαις βοηϑεῖν Isocr. 12, 140; ζῆν ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; τρέφειν τινὰ ἐκ τῶν ἰδίων, Isocr. 15, 152; vgl. unten f. – d) vom geistigen Ursprunge, innerem Antriebe, ἐκ ϑυμοῠ φιλεῖν, aus Herzensgrunde, Il. 9, 486, wie Bion. 4, 2; ἐξ ἔριδος μάχεσϑαι, in Folge des Streites, aus Haß, Il. 7, 111; Od. 4, 343; so Tragg., δακρυχέων ἐκ φρενός Aesch. Spt. 902; Ag. 532; ὁ ἐκ φρενὸς λόγος Ch. 105: ἐκ ποίου φρονήματος ἀτιμάζεις Suppl. 889; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσϑαι τὸν ἱκέτην Soph. O. C. 487; οὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις El. 344, vgl. O. R. 528; ἐκ παντὸς τοῠ νοῦ Plat. Gorg. 510 b; ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος Xen. An. 7, 7, 43; ἐκ τῆς ψυχῆς ἀσπάζεσϑαι Oec. 10, 4. – e) Ganz allgemein von der Veranlassung, von der Etwas ausgeht; μήνιος ἐξ ὀλοῆς, in Folge, wegen des Zorns, Od. 3, 135; ἐξ ἀρέων κεχολωμένος Il. 9, 566; ἀρϑεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων Soph. Ant. 111; ἐκ τέχνης κακῆς πράσσειν Phil. 88; vgl. Plat. Tim. 33 d; ἐξ ἀβουλίας πεσεῖν Soph. El. 390; ἐκ φόβου γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχω Ant. 180; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur. Phoen. 914. Dah. ἐκ τίνος ἐπλήγης; weshalb. Xen. An. 5, 8, 4; vgl. ἐκ διαβολῆς, ἐξ ὑποψίας, 2, 5, 5; ἀγαϑὸς ἐκ πολυμαϑίας γενόμενος Plat. Legg. VII, 811 a, wie ἐκ τέχνης ποιητὴς ἐσόμενος Phaedr. 245 a; ἔπαινον εἴληφεν ἔκ τινος Legg. I, 625 a; ἐκ τοιᾶςδε προφάσεως Critia. 120 d; ἄχϑεσϑαι ἔκ τινος Rep. VIII, 549 d; ἐξ ὑποβολῆς Xen. Cyr. 3, 3, 37; ἀρέσκειν ἔκ τινος Conv. 4, 57; μισεῖν ἐκ τῶν ἐγκλημάτων Dem. 1, 7; ἐκ τῆς βουλῆς 24, 63; μηδεὶς ἐκ τριηραρχίας ὑπάρξει ἀτελής 20, 20; ἐλπίδας ἔχειν ἔκ τινος Thuc. 1, 84; ἐξ εὐεργεσιῶν εὐμενῶς διατεϑείς Isocr. 4, 28. Vgl. noch τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη Plat. Rep. II, 366 a; οἱ ἐκ τοῠ ἀδίκου φιλοκερδοῠντες Xen. An. 1, 9, 16; Cyr. 8, 8, 18; ἐκ τοῦ δικαίου Hell. 6, 5, 16; κτᾶσϑαι Lys. 19, 9. Aehnlich πῶς ἔχει ἐκ τοῦ τραύματος, in Folge, d. i. nach den Wunden, s. unten Xen. Cyr. 5, 4, 10. Häufig so auch von Personen, ἐκ ϑεό φιν πολεμίζειν, auf Antrieb der Götter, Il. 17, 101; ἐξ ἀνδρῶν τλῆμεν, auf Anlaß der Männer, 5, 384; τιμὴ ἐκ Διός ἐστιν 2, 197; vgl. Hes. O. 30; ὄναρ ἐκ Διός, ein vom Zeus veranlaßter Traum, Il. 1, 63; ἐκ Διὸς πάσχω κακῶς Aesch. Prom. 761; πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηϑέως 504; ἄτιμοι ἐκ ϑεῶν Ag. 997; vgl. ὕμνος ἐξ Ἐρινύων Eum. 327; τὰ ἐκ προτέρων ἀμπλακήματα 894; ἐξ ἐμοῠ κτήσει χάριν Soph. Phil. 1356; ἐπαίνου ἔκ τινος τυχεῖν Ant. 665; Tr. 449; τὰ ἐκ ϑεῶν τρέμοντες O. C. 257, den Götterspruch; ἡ ἐκ σοῦ δυσμένεια, dein Uebelwollen, El. 619; ἀπιστία ἔκ τινος Xen. An. 7, 7, 30; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φόβος, von den Hellenen ausgehend, veranlaßt, 1, 2, 18; ψόφος ἔκ τινος Thuc. 3, 22; σωτηρία ἔκ τινος, durch Einen bewirkte Rettung, Plat. Rep. VIII, 494 a; τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Her. 2, 148; ἡ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοια Pol. 3, 6, 13; ἡ ἐκ τούτου πρᾶξις 9, 29, 7; ἡ ἐκ τῆς πονηρίας αἰσχύνη, ἡ ἐκ τοῠ δανείζεσϑαι ἀμηχανία, Plut. vit. aer. al. 6. Daher steht ἐκ sogar bei passivis für ὑπό, Hom. ἐφίληϑεν ἐκ Διός Il. 2, 669; τετίμηται ἐκ παίδων Od. 7, 70; Τρώεσσι δὲ κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός Il. 2, 69; ἐκ φίλων κρατηϑείς Aesch. Spt. 322; ἐκ ϑεῶν δοϑείς Eum. 470; ἐκ βασιλέως δεδομένος Her. 8, 114; Xen. An. 1, 1, 6; ἐκ ϑεῶν δωρηϑέν Plat. Tim. 47 b. So bei tödten, umkommen, δαμεὶς ἐκ χερος Φοίβου Aesch. Ag. 1501; Soph. Phil. 335; ϑανεῖν Tr. 1123; ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο O. R. 225; ὀλοίμην ἐκ ϑεῶν Ch. 1000; vgl. ὡς ἔρις ἔκ τε ϑεῶν ἔκ τ' ἀνϑρώπων ἀπόλοιτο Il. 18, 107; σφαγεὶς ἔκ τινος Eur. I. T. 552. Oft bei Her.; τὸ ποιηϑὲν ἐκ Ψαμμητίχου 2, 151; 3, 14; λεχϑέντα ἐξ Ἀλεξάνδρου 7, 175. Seltener bei den Attikern; τὰἐξ ἐμοῠ πραχϑέντα Antiph. II δ 1; ἐκ τῶν συνειδότων μεμηνῠσϑαι Thuc. 1, 20; ἐκ τῶν κινδυνεύειν ἐϑελόντων ὠφελεῖσϑε Lys. 16, 18; ἐξ ὑμῶν ἐλέγχονται Is. 6, 57; ἐξ ἁπάντων ἀμφιςβητήσεται Plat. Theaet. 171 b; ὁ μῠϑος ἐκ παλαιῶν ἰερέων εἴρηται Legg. IX, 872 e; ἐκ τῶν τυχόντων ἀνϑρώπων συνοικισϑεῖσα Lycurg. 62. Zu vergleichen sind aber ἐκ βασιλέως καϑεστηκώς Xen. Cyr. 8, 6, 9, φεύγειν ἐξ Ἀρείου πάγου, durch den Areopag verbannt werden, Din. 1, 44. Bei Tragg. findet sich noch ἄρχεσϑαι ἔκ τινος, Soph. Ant. 63; Eur. Hel. 1030; ἐχϑαρεῖ ἐξ ἐμοῠ, Soph. Ant. 93; ταῦτ' ἐξ Ἀλεξάνδρου ἔργα, Phil. 404; γελᾶσϑαι ἔκ τινος, Eur. Med. 797. Oft bei Aesch. u. A. δέχεσϑαι, ἑλεῖν, λαβεῖν ἐκ χερῶν, s. d. verba (πλουτεῖν ἔκ τινος Dem. 21, 189), wie κλύειν, ἀκούειν ἔκ τινος u. ä. – f) in manchen Verbindungen steht es dem dat. od. adverbialen Bestimmungen gleich; ὑψόσε δ' ἄχνη σκί. δναται ἐξ ἀνέμοιο ἰωῆς Il. 11, 307; so ἐκ βίας = βίᾳ, Soph. Phil. 559 u. öfter; ἐξ ἀνάγκης od. ἐξ ἀναγκαίας τύχης, 73 El. 48; Plat. Phileb. 22 b; vgl. ἐξ ἀνάγκης ἐστί μοι ποιεῖν τι, Antiphan. bei Ath. VI, 224 c; vgl. Plat. Soph. 256 d; ἐκ τῶν δυναμένων Gorg. 525 c; ἐκ τῶν λόγων καὶ ἔργων χαρίζεσϑαι, mit Wort u. That, Phaedr. 931 c; ἐκ δόλου, listig, Soph. El. 271; σίδηρος ὀπτὸς ἐκ πυρός Ant. 471; ἐκ τόξων ἀνύειν γαστρὶ φορβάν Phil. 702; ὑπερχλιδῶντες ἐκ γλώσσης κακῆς Tr. 208; βέβηκε ἐξ ἀκινήτου ποδός 872; u. wo das Ausgehen deutlicher hervortritt, ὀδύρομαι ὡς ἐκ στομάτων O. R. 1218; ἐκ τοῦ ἐμφανοῠς, ἐκ τοῠ φανεροῦ, = φανερῶς, Her. 3, 150; Xen. Cyr. 1, 6, 41; Isocr. 4, 147 u. A.; ἐξ ἀπροςδοκήτου, ἀέλπτου, Her. 7, 204. 1, 111; ἐξ ἴσου, 7, 135, τιμᾶν, ἀκούειν ἀμφοτέροιν, auf gleiche Weise, Aesch. Suppl. 400 Dem. 29, 4 Aesch. 1, 28, wie ἐκ τῶν ὁμοίων, Ag. 1397; οὐκ ἐξ ἴσου ἐσμέν, wir stehen nicht gleich, Xen. An. 3, 4, 47; ἐξ ἑτοίμου ἀκοντίζειν Cyr. 8, 5, 12; ἐξ ἑτοιμοτάτου, 5, 3, 57; vgl. ἐκ τῆς ἰϑείης, νέης, ὑστέρης, Her. 3, 127. 5, 116. 6, 85; ἐξ ἐπιβουλῆς Xen. An. 6, 2, 7. – 3) Hieran reiht sich die Bdtg gemäß, d. i. von Etwas ausgehend und durch Etwas veranlaßt; ἔκρινα ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕπαρ γενέσϑαι Aesch. Prom. 483; ἐκ τῶνδε, demgemäß; ἐξ ὧν σὺ λέγεις ἔοικε Plat. Prot. 313 c; ἀδύνατον ἐκ τῶν ὡμολογημένων, nach dem, 358 e; ἐξ ὧν ἀκούω κρίνω Xen. An. 1, 10, 28, wie ἐκ τῶν ἔργων Cyr. 2, 2, 21; ἐκ τῆς ὄψιος τοῠ ὀνεί. ρου Her. 2, 152; ἐξ ὧν ἐγὼ ἀκοῇ αἰσϑάνομαι Thuc. 6, 17; ἐξ ὦν ᾔσϑημαι Plat. Phaed. 61 c; ἐκ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων χαρίζεσϑαι 231 c, vgl. 243 d; ἐκ τῆς νικώσης πάντα ἔπραττον, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18, wie ἐκ τῶν λεγομένων καὶ μαρτυρουμένων ψηφίζεσϑαι Dem. 46, 4. Häufig bei Rednern αἱ ἐκ τῶν νόμων ζημίαι, τιμωρίαι, δίκη, ἐπιτίμια, die gesetzmäßigen, gesetzlichen, z. B. Dem. 58, 8. 18, 13. 19, 281; Lycurg. 4, 8; ἡ ἐκ τοῠ νόμου ἀρά Dem. 19, 70; vgl. τόδ' ἐκ νόμων σέβας Aesch. Eum. 92; ἐκ κελεύσματος Pers. 389; ἐκ τοῠ δικαίου Pol. 15, 22, 1; μηδέποτε ἐκ λόγου σκοπεῖσϑαι, vernunftgemäß, Dem. 25, 42; ἐκ τῶν παρόντων, der gegenwärtigen Lage, den Umständen gemäß, Thuc. 3, 29; Xen. An. 3, 2, 3 u. Folgende, wie Plat. Alc. 38; ὡς δυνατὸν ἐκ τοῠ τοιούτου τρόπου, bei einem solchen Charakter, Xen. An. 2, 6, 8; vgl. Ar. Th. 99; anders ἐκ τρόπου τοιοῠδε, auf folgende Weise, Lys. 13, 7, wie μαστεύουσι ζῆν ἐκ παντὸς τρόπου Xen. An. 3, 1, 43; Thuc. 6, 92. 8, 66; – ἐξ ὀνόματος προςαγορεύειν, mit Namen, Plut. Crass. 3. – 4) Eine Zeitfolge, bes. ἐξ οὗ, ἐκ τοῠ, ἐκ τούτου, seitdem, Il. 1, 493. 8, 295; bei allen Folgenden sehr gewöhnlich; ἃ 'κ τῶνδε δράσω Soph. O. R. 235. Bestimmter ἐκ γενετῆς, von Geburt an, Il. 24, 535; ἐκ νεότητος ἐς γῆρας 14, 86; bei Attikern bes. ἐκ τῶν παίδων, auch ἐκ νέων εὐϑύς, Plat. Legg. I, 642 h; ἐκ μικροῦ παιδαρίου αὐτὸν ἔϑρεψε Dem. 53, 19; ἐκ πολλοῠ χρόνου Plat. Men. 234 e; ἐκ τριῶν ἐτέων προετοιμάζετο Her. 7, 22; ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῠρον Soph. O. R. 1137; ἐξ ἕω, vom Morgen an, Ar. Eccl. 85; ἐκ τοῦ ἀρίστου Xen. An. 4, 6, 21, gleich nach dem Frühstück; ἐξ ὀλίγων ἡμερῶν, auch ἐξ ὀλίγου λέγειν, nach Vorbereitung weniger Tage sprechen, Lys. 2, 1; ἐξ ἀρχῆς, von Anfang an, zuerst, Hom. u. alle Folgdn; ἐκ παλαιοῠ u. ἐκ παλαιτάτου, schon längst, ἐκ τοῠ λοιποῠ χρόνου, Dem. 59, 46. Uebh. drückt es die unmittelbare Zeitfolge aus, ἐκ πολλῆς ἡσυχίας, nach langer Ruhe, Her. 1, 86; ἐκ τῶν πρόσϑεν δακρύων γελᾶν Xen. Cyr. 1, 4, 28, gleich nach dem Weinen lachen; ἐπειδή μ' ἐκ τοῦ πόνου ὁ ὕπνος ἀνῆκεν Plat. Prot. 310 d; Phaedr. 251 a; vgl. ἔπειτα ἐκ τούτων τρίτον Phil. 27 b, nach diesem den dritten; womit sich wieder die Bdtg. in Folge verbindet in ἐκ τρωμάτων ϑνήσκειν Her. 2, 63; ἐξ ἧς μάχης ἐμοὶ τἀριστεῖα ἔδοσαν οἱ στρατηγοί, nach und in Folge welcher Schlacht, Plat. Conv. 220 d. Daran reiht sich – a) das Uebergehen aus einem Zustande in einen andern, κάλλιστον ἦμαρ εἰςιδεῖν ἐκ χείματος, nach dem Sturm, Aesch. Ag. 874; τυφλὸς γὰρ ἐκ δεδορκότος Soph. O. R. 454, blind aus einem sehenden, nachdem man sehend gewesen; λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Ant. 1080; ἐκ τοιούτου ϑῆλυς εὕρημαι Tr. 1064; ἐκ σμικρῶν εἰς τυραννίδα ἀφικέσϑαι Eur. Hel. 1030; ὑπὸ στέγαισί τε οἵαισι ναίω, βασιλικῶν ἐκ δωμάτων, nachdem ich km Palast gewohnt, El. 306; τὰ καινὰ ἐκ τῶν ἠϑάδων ἡδίον' ἐστίν Cycl. 250: χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου ποιεῖν Plat. Rep. VII, 530 c; λύκος ἐξ ἀνϑρώπου γενέσϑαι VIII, 566 a; ἐξ ἐλάττονος ὄντος πρότερον ἔπειτα μεῖζον γίγνεσϑαι Phaed. 70 e; ἐλεύϑερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῠ γεγονώς Dem. 18, 131; Xen. An. 7, 7, 28 u. A., wo überall auch der Ausgangspunkt durch ἐκ bezeichnet ist. – b) das unmittelbare Aufeinanderfolgen, daher Ausdruck der Häufung; ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην ἀναβάλλειν, von Tag zu Tag, Her. 9, 8; ξενίζουσ' ἡμέραν ἐξ ἡμέρας Henioch. Stob. fl. 43, 27; δέχεται κακὸν ἐκ κακοῠ Il. 19, 290; πόλιν ἐκ πόλεως, Stadt vor Stadt, Plat. Soph. 224 b; χεὶρ ἐκ χειρός Aesch. Ag. 1109; ἀεί τιν' ἐκ φόβου φόβον τρέφω, eine Besorgniß nach der andern, Soph. Tr. 28; μόχϑος ἐκ μόχϑων Eur. I. T. 191; ἐλπίδες ἐξ ἐλπίδων Dem. 19, 18; ἄλλον ἐξ ἄλλου τύραννον μεταβάλλειν Plut. Timol. 1.
Adverbium : ἐκ δ' ἀργύρεον τελαμῶνα, daran, Il. 18, 480. Bei Soph. Tr. 1042 ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας – ἐκ δὲ χλωρὸν αίμά μου πέπωκεν u. ähnlichen Ausdrücken pflegt man eine Tmesis anzunehmen. – Man vgl. διέκ, παρέκ, ὑπέκ.
Bei Hom. u. andern Ep. wird ἐκ durch mehrere Wörter von seinem Genitiv getrennt, wie man wenigstens Fälle, wie ἐκ δ' ἔβαλ' ἵππων Il. 11, 109 erkl.; bei denselben wird es auch nicht selten dem casus nachgesetzt, z. B. τῆς δ' ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν Il. 11, 38, in welchem Falle es am Ende des Verses, 14, 472 Od. 17, 518, oder wo noch ein genitiv folgt, wie Il. 5, 865 καύματος ἒξ ἀνέμοιο δυςαέος ὀρνυμένοιο, den Accent bekommt.
In der Zusammensetzung bedeutet es – 1) die Entfernung heraus, weg, z. B. ἐκβάλλω, ἔξειμι u. ä. – 2) den Ursprung, ἔκγονος. – 3) Vollendung, ein Herausarbeiten, ἐκβαρβαρόω, ἐξοπλίζω, ἐκπικρος.
-
12 αναγκη
дор. ἀνάγκα ἥ1) необходимость, неизбежностьὑπ΄ ἀνάγκης Hom., Hes., Aesch., Soph., Thuc., ἀνάγκῃ Hom., Soph., Thuc., σὺν ἀνάγκῃ Pind., δι΄ и ἐξ ἀνάγκης Soph., Thuc., Plat., Arst., πρὸς ἀνάγκην Aesch., Arph., Plut., Luc. и κατ΄ ἀνάγκην Xen. — в силу необходимости, поневоле;
κατ΄ ἀνάγκην ἐπιτελεῖν τι Polyb. — выполнить что-л. во что бы то ни стало;εἴπερ ἀ. Hom. — если необходимо;2) предопределение (свыше), судьба, рок(ἀ. δαιμόνων и αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι Eur.)
3) закономерность, закон(τῶν οὐρανίων Xen.)
ἔγγραφοι ἀνάγκαι Plut. — писаные законы4) нужда, потребность(γαστρὸς ἀνάγκαι Aesch.; ἐρωτικαὴ ἀνάγκαι Plat.)
5) мучительный труд, страдание, мучение(πόνοι καὴ ἀνάγκαι Eur.)
ἕρπειν κατ΄ ἀνάγκην Soph. — влачиться с трудом;ὑπ΄ ἀνάγκας βοᾶν Soph. — кричать от боли;ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Eur. — в родовых муках6) принуждение, насилиеἀνάγκῃ Hom. — по принуждению;
τὰς ἀνάγκας προσάγειν τινί Thuc. — применять насилие к кому-л.7) (преимущ. pl.) меры принуждения, пыткаἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Her. — быть ведомым на пытку;
τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα Polyb. — орудия пытки8) неодолимая сила доказательства, искусный довод(ῥητόρων ἀνάγκαι Anacr.)
9) кровная близость, родство Xen., Isocr. -
13 дверь
η θύρ/α, разг. η πόρτα (ξεν.)на-вешивать - κρεμώ/τοποθετώ τη -бортовая мор. - πλευρική -бортовая грузовая мор. - πλευρική - φόρτωσηςвентиляционная - ηαεροθυρίδα, το άνοιγμα της διόδου αέροςводонепроницаемая - с клиновыми индивидуальными задрайками мор. στεγανή - με σφηνοειδή ξεχωριστά κλείστραводонепроницаемая - с индивидуальными задрайками на раме мор. στεγανή - με ξεχωριστά κλείστρα στο πλαίσιοводонепроницаемая - с клиновыми задрайками и с тягами мор. στεγανή - με σφηνοειδή κλείστρα και με μοχλούςводонепроницаемая - с центральным задраиванием мор. στεγανή - με κεντρικό σύστημα κλεισίματοςгерметичная - ερμητική -, στεγανή -каютная мор. - του θαλάμου/της καμπίναςклинкетная вертикальная - с электроручным приводом мор. ολισθαίνουσα κάθετη ηλεκτροχειροκίνητη -лацпортная мор. - του παραπέτουнаружная - рулевой рубки мор. εξωτερική - της γέφυραςнесгораемая - с жалюзи мор. πυρίμαχη - με περσίδεςодностворчатая - см. однопольная -остеклённая - με γυαλί/τζάμι, η υαλόθυραпереборочная - мор. η πόρτα-φράχτηςплоская - κρυφή -, επίπεδη -пожарная - ανά-γκης/κινδύνουпри закрытых - ях юр. κεκλεισμένων των - ών- с вентиляционной филенкой мор. - με περσίδες εξαερισμούстальная водонепроницаемая навесная наружная - мор. χαλύβδινη υδατοστεγανή κρεμαστή εξωτερική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверь
-
14 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
15 крайний
крайний 1) (далёкий) ακρινός 2) (предельный) τελευταίος" άκρος (тж. полит.) ◇ в \крайнийем случае σε περίπτωση ανάγκης· по \крайнийей мере τουλάχιστο* * *1) ( далёкий) ακρινός2) ( предельный) τελευταίος; άκρος (тж. полит.)••в кра́йнем слу́чае — σε περίπτωση ανάγκης
по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο
-
16 чрезвычайный
чрезвычайный (исключительный) εξαιρετικός; έκτακτος (внеочередной)· \чрезвычайныйое положение η κατάσταση έκτακτης ανάγκης* * *( исключительный) εξαιρετικός; έκτακτος ( внеочередной)чрезвыча́йное положе́ние — η κατάσταση έκτακτης ανάγκης
-
17 необходимость
необходи́мостьж ἡ ἀνάγκη, ἡ ἀναγκαιότητα [-ης]:крайняя \необходимостьостъ ἡ ἐσχατη ἀνάγκη· нет никакой \необходимостьости δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη· в слу́чае \необходимостьости σέ περίπτωση ἀνάγκης· предметы первой \необходимостьости είδη πρώτης ἀνάγκης· по \необходимостьости ἀπό ἀνάγκη, κατ' ἀνάγκην· познанная \необходимостьость филос. ἡ ἐγνωσμένη ἀναγκαιότητα. -
18 случай
случайм1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο. -
19 περίπτωση
[-ις (-εως)] η случай (тж. мед.);πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση — очень интересный случай;
σπάνια περίπτωση — редкий случай;
δεν προβλέπεται περίπτωση πολέμου — возможность возникновения войны маловероятна;
§ σε περίπτωση πού... — или εν περίπτώσει... — в случае если..., на случай если...;
εν η περίπτώσει... — если случится;
εν πάση περίπτώσει — а) при всех случаях, в любом случае; — б) на всякий случай;
σε οποιαδήποτε περίπτωση — в любом случае;
σε τέτοια περίπτ, εν τοιαύτη περίπτώσει — в таком случае, в подобном случае;
σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης — или εν περίπτώσει απολύτου ανάγκης — в случае крайней необходимости;
στην καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση — в лучшем (худшем) случае;
εν εναντία περίπτώσει — в противном случае;
σε καμιά περίπτωση — или εν ουδεμία περίπτώσει — ни в коем случае, ни при каких обстоятельствах
-
20 необходимость
-и θ.1. αναγκαιότητα, ανάγκη, χρεία•предметы первой -и είδη πρώτης ανάγκης•
нет никакой -и δεν υπάρχει καμιά ανάγκη•
в случай -и σε περίπτωση ανάγκης•
по -и από ανάγκη•
покориться -и υποτάσσομαι στην ανάγκη.
2. (φιλοσ.) αναγκαιότητα.
См. также в других словарях:
ἀναγκῆς — ἀναγκάζω force fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκης — ἀνάγκη force fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεινῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἰσχυρότερον. — δεινῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἰσχυρότερον. См. Нужда закон изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κατάσταση ανάγκης — (Νομ.). Κατάσταση κινδύνου σε έννομα αγαθά, η οποία μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη βλάβη ξένων αγαθών. Δημιουργεί σύγκρουση καθηκόντων και πρόβλημα στάθμισης και αξιολόγησης των αγαθών που πρέπει να θυσιαστούν και εκείνων που δικαιολογείται να… … Dictionary of Greek
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
бѣда — БѢД|А (640), Ы с. 1.Беда, бедствие, несчастье: Въ влънахъ житиискахъ ѥси. въ боури ли морьскѣи бѣдоу приѥмлеши. показаю ти с҃ноу мои. истиньна˫а пристанища. Изб 1076, 14; она же соуща въ такои бѣдѣ много мол˫астас˫а ст҃ыма страстотрьпьцема. СкБГ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Σιέρα Λεόνε — Aπό γεωλογική άποψη η Σιέρα Λεόνε ανήκει στην εκτεταμένη εκείνη περιοχή στις παρυφές της βόρειας Aφρικής που, μολονότι παρέμεινε ουσιαστικά έξω από τις μεγαλειώδεις συρρικνώσεις του Tριτογενούς, υπέστη διαδικασίες ανανέωσης και επηρεάστηκε από… … Dictionary of Greek
Σοπενχάουερ, Άρτουρ — (Schopenhauer). Γερμανός φιλόσοφος (Ντάντσιχ 1788 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1860). Γιος πλούσιου έμπορου της βόρειας Γερμανίας, μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη μαζί με τη μητέρα του Γιοχάνα, γνωστή τότε συγγραφέα. Έτσι ήρθε … Dictionary of Greek
PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… … Hofmann J. Lexicon universale